Η Μάχη στο Ραβινέ και στους πλησίον λόφους

Γαβριήλ Ν. Συντομόρου

Φιλόλογου - Ιστορικού

 Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Τολμών"

Τριμηνιαία έκδοση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ειδικών Δυνάμεων

Τεύχος 26ο, Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος 2008

 

«Το Ραβινέ κατελήφθη και θα κρατηθή,

μέχρις ότου και ο τελευταίος μας φονευθεί…»

(Λογαγός Γουλιανός, 1η Μαΐου 1917)

 

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: Αγγλογαλικά στρατεύματα αποβιβάζονται στη Θεσσαλονίκη (Σεπτέμβριος 1915) για να βοηθήσουν τη Σερβία που δέχεται επίθεση από Γερμανοβουλγάρους και Αυστριακούς. Η επιδίωξη των Αγγλογάλλων τελικά ναυαγεί, και Γερμανοί και Βούλγαροι, καταδιώκοντας προς νότον τους Σέρβους εισδύουν σε βάθος 2 χιλιομέτρων στο ελληνικό έδαφος και καταλαμβάνουν θέσεις νότια και δυτικά της Ειδομένης. Το ελληνικό, παρά ταύτα, κράτος δεν αντιδρά στην παραβίαση των συνόρων μας παραμένοντας ουδέτερο προς μεγάλη αγανάκτηση των Αγγλογάλλων και του Βενιζέλου.

Ένα χρόνο αργότερα, το βενιζελικό κράτος της Θεσσαλονίκης εισέρχεται στον πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλλων. Το γόητρο της χώρας μας, που είχε καταβαραθρωθεί από την προηγούμενη επιμονή μας να μη συμμετάσχουμε στον πόλεμο, αποκαθίσταται τώρα. Τούτο συμβαίνει κυρίως, όταν συγκροτείται ο Στρατός της Εθνικής Αμύνης. Μια από τις πρώτες μονάδες του στρατού αυτού ήταν και η Μεραρχία Σερρών, στο 2ο Σύνταγμα της οποίας υπηρετεί ο μόνιμος πλέον Υπολοχαγός Καρακουλάκης. (Ο γεννηθείς στην Ναύπακτο το 1885 Λεωνίδας Καρακουλάκης αρχικά είχε αποφασίσει να σπουδάσει Νομικά. Εισήχθη όμως αργότερα στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας, απ’ όπου αποφοίτησε ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Πεζικού. Με το βαθμό αυτό πήρε μέρος στους δύο Βαλκανικούς πολέμους και εν συνεχεία για πέντε μήνες συμμετείχε στον βορειοηπειρωτικό Αγώνα).

Η σύνθεση εκείνης της Μεραρχίας, υπό τον Συνταγματάρχη Χριστοδούλου, είχε ως εξής:

    Το 1ο της Σύνταγμα το διοικούσε ο Αντισυνταγματάρχης Πυρ/κού Ν. Ζαφειρίου, και τα τάγματα του συντάγματος είχαν κατά σειρά, διοικητές τούς Λοχαγούς Παπακώστα, Γουλιανό και Κονδύλη.

    Το 2ο Σύνταγμα της Μεραρχίας διοικούνταν από τον Αντισυνταγματάρχη Τσερούλη, με διοικητές των ταγμάτων τούς Λοχαγούς Γρηγοριάδη, Τσάκαλο και Παλλίδη.

    Το 3ο Σύνταγμα είχε διοικητή του τον Συντ/ρχη Ν. Καλομενόπουλο με επικεφαλείς των ταγμάτων τούς Σταυριανόπουλο, Κολονάρο και Καρασεβδά.

Το Δεκέμβριο του 1916 η Μεραρχία Σερρών βρίσκεται στα δυτικά του Αξιού, όπου, μαζί με την 122α Γαλλική Μεραρχία του Στρατηγού Ρενιώ, είναι αντιμέτωπη με Βουλγάρους και Γερμανούς.

Μέχρι τον Απρίλιο του 1917, η ζωή στη Μεραρχία κυλά ήρεμα, χωρίς τη διεξαγωγή αξιοσημείωτων επιχειρήσεων. Η μόνη απασχόλησή της ήταν να επιδίδεται -με περιπολίες και μικρής έκτασης επιθετικές ενέργειες- σε ελαφρές αναγνωρίσεις προς το μέρος του εχθρού. Η τακτική αυτή θα ανατραπεί, όταν, μεταξύ των άλλων επιχειρήσεων, στο τάγμα τού, από τον Παλαμά Καρδίτσας καταγόμενου, Γουλιανού, θα ανατεθεί η κατάληψη του λόφου «Ραβινέ» (οι Γάλλοι είχαν δώσει σε χαρακτηριστικά υψώματα δικές τους συμβατικές ονομασίες: στα γαλλικά ravin=φαράγγι).

Στην υπό συζήτηση μάχη θα συμμετάσχει και ο Καρακουλάκης, ο οποίος από την προηγούμενη μέρα είχε πει στον Γουλιανό: «Ήρθα από το 2ο Σύνταγμα να λάβω μέρος στη μάχη που θα κάνουμε αύριο, για να δείξω ποιος είμαι»!

Το Ραβινέ (υψ. 262 μ.), ευρισκόμενο (και τότε και τώρα) εντός του ελληνικού εδάφους, βρίσκεται βορειοδυτικά από το χωριό Χαμηλό. Στο ύψωμα είχαν εγκαταστήσει οι Γερμανοί μεγάλων δυνατοτήτων παρατηρητήριο και το είχαν οχυρώσει με κάθε είδους κατασκευές και καταφύγια από σιδηροπαγές σκυρόδεμα. Οι εδαφικές ακολούθως απολήξεις στα ανατολικά του Ραβινέ σχηματίζουν στη δεξιά όχθη του Αξιού το ύψωμα «Σεμέν Ντε Φερ», το οποίο ευρισκόμενο αμέσως δυτικά της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης–Γευγελής, βρίσκεται τρία χιλιόμετρα νότια του σιδηροδρομικού σταθμού της Ειδομένης και 1200 μέτρα βόρεια του χωριού Δογάνη.

Στα δυτικά του Ραβινέ, διαδέχονταν η μία την άλλη οι από τους Βουλγάρους τότε ελεγχόμενες εδαφικές εξάρσεις «Ντρομαντέρ», «Μπομπαντέρ» και «Πιτόν Μπλαν». Τέλος, τα υπόλοιπα τμήματα της Μεραρχίας Σερρών κατείχαν τις εξής θέσεις: Το τάγμα Κονδύλη ήταν παραταγμένο νότια του Σεμέν Ντε Φερ, ανάμεσα στον εν λόγω λόφο και στο σημερινό χωριό Δογάνη. Το τάγμα Παπακώστα κατείχε θέσεις νοτιοανατολικά του λόφου Ντρομαντέρ. Δυτικότερα βρισκόταν το τάγμα Τσάκαλου, που και αυτό έβλεπε προς το Ντρομαντέρ. Ακόμη πιο αριστερά, το τάγμα Παλλίδη είχε μέτωπο αφενός μεν προς το Μπομπαντέρ αφετέρου δε προς το Πιτόν Μπλαν. Και πιο δυτικά, το τάγμα Καρασεβδά ήταν αντιμέτωπο με την κατεχόμενη επίσης από τον εχθρό εξέχουσα του Σκρα (πλήρης της ονομασία: Σιρκά Ντι Λέγκεν, ύψ.1096 μ.), έχοντας στα δεξιά του το χωριό Σκρα και στα αριστερά του άλλο γαλλικό Τάγμα.

Ως πρόδρομες επιχειρήσεις της ελληνικής επίθεσης εναντίον του Ραβινέ χαρακτηρίζονται οι εξής: Στις 22 Απριλίου 1917 σημειώνεται επιθετική ενέργεια του Τάγματος Τσάκαλου εναντίον του Μπομπαρντέ. Οι επιτιθέμενοι μόνο με ξιφολόγχη, χειροβομβίδες και την πολεμική ιαχή «αέρα», γίνονται κύριοι του υψώματος και εγκαθιστούν σ’ αυτό συρματόπλεγμα προκειμένου να αναχαιτιστούν οι εχθρικές αντεπιθέσεις. Σκοτώνεται όμως ο λεβεντόκορμος Σπαρτιάτης Ανθυπολοχαγός Καργάκος, ο οποίος λίγο πριν από τη μάχη, καλλωπιζόταν τραγουδώντας υπό το φως κεριού μπροστά σε ένα κομμάτι καθρέφτη. Κι όταν ο επιτελής Ντάνιας τον κοίταξε περίεργα, ο Καργάκος διέκοψε το τραγούδι του και είπε: «Τι με κοιτάς Ντάνια; Δεν είμαι… όμορφος; Δεν σου φαίνομαι σαν Ουσσάρος του Θανάτου, που πάει να σκοτωθεί;…». Έχασαν επίσης τη ζωή τους στο Μπομπαρντέ 6 Έλληνες οπλίτες, τραυματίστηκε ένας ακόμη αξιωματικός μας και 24 οπλίτες, και συνελήφθηκαν 6 αιχμάλωτοι.

Στις 8.20΄ το βράδυ της 22ας Απριλίου του 1917, το τάγμα Κονδύλη επιτίθεται εναντίον του Σεμέν Ντε Φερ. Η επίθεση πέτυχε και είχε ως αποτέλεσμα να συλληφθούν 5 Βούλγαροι αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων και ο διοικών την εχθρική τοποθεσία επιλοχίας. Στις 10.30 όμως αρχίζει σφοδρότατος εχθρικός βομβαρδισμός εναντίον του υψώματος και ακολουθεί βουλγαρική αντεπίθεση για ανακατάληψη του λόφου, η οποία αποκρούστηκε. Παράλληλα, καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, και παρά το συνεχή εχθρικό βομβαρδισμό της τοποθεσίας, λάμβανε χώρα από μέρους των Ελλήνων η αμυντική της οργάνωση με ανασκαφή χαρακωμάτων και αναστροφή των πριν εχθρικών.

Στις 4.30 το πρωί της 24ης Απριλίου, αρχίζει άλλη σφοδρότατη δράση του εχθρικού πυροβολικού εναντίον του Σεμέν Ντε Φερ, και ακολουθεί αντεπίθεση 250 Βουλγάρων πεζών. Το ύψωμα το υπερασπίζονται 17 μόνο άνδρες καταπονημένοι από την ολονύχτια εργασία. Επί κεφαλής τους βρίσκεται ο εκ Καλαβρύτων Έφεδρος Ανθυπολοχαγός -δημοσιογράφος στο επάγγελμα- Ευστάθιος Δογάνης, που με το προσωπικό του παράδειγμα, παρασύρει τους άνδρες του σε μία διά της λόγχης αντεπίθεση. Θραύσμα όμως εχθρικής χειροβομβίδας στέκεται μοιραίο για τον ήρωα Ανθυπολοχαγό. Και ναι μεν αυτός κατέθεσε εκεί τη ζωή του, όμως η βουλγαρική αντεπίθεση αποκρούστηκε. Μετά το θάνατο του Δογάνη, τον οποίο, θα τον αντικαταστήσει ο Ανθυπίατρος Ηλίας Αποσκίτης -γιατί τότε και οι γιατροί άδραχναν τουφέκι- βρέθηκε το εξής από τα πριν γραμμένο σημείωμά του: «…Τώρα πια που πέθανα μάθετε ότι ήλθα να σκοτωθώ πολεμώντας υπέρ των δικαίων της αγαπητής μας Πατρίδος και γενικότερα υπέρ των ιδεωδών της ανθρωπότητος. Έχω τον εγωισμό να πιστεύω ότι ανήκω εις τους ιεροφάντας της ανθρωπότητος, όσο ταπεινός και αν είμαι…».

Το επόμενο απόγευμα τέλος διενεργείται και τρίτη εχθρική αντεπίθεση, την οποία τη συντρίβει το πυροβολικό μας. Οι απώλειες της ελληνικής αυτής πολεμικής δραστηριότητας, εκτός από το θάνατο του Δογάνη, ανήλθαν σε 16 οπλίτες και 2 αξιωματικούς νεκρούς, και σε 50 οπλίτες τραυματίες.

Στο αριστερό άκρο του μετώπου, στις 23 Απριλίου 1917 το τάγμα Καρασεβδά είχε ήδη επιτεθεί κατά του Σκρα (πρώτη μάχη Σκρα). Στην επίθεση συμμετείχε ένας λόχος Ελλήνων παλαιμάχων του Δυτικού μετώπου και των Δαρδανελίων με τους Υπολοχαγούς Παύλο Γύπαρη και Ν. Ζέρβα, και ένα γαλλικό τάγμα αλπινιστών. Προηγήθηκε προπαρασκευαστικός βομβαρδισμός από τη μοίρα ορειβατικού πυροβολικού του Λουκά Σακελλαρόπουλου (πυροβολαρχίες Αβραμίδη και Ματάλα) καθώς και από γαλλικές πυροβολαρχίες. Έτσι, ο στόχος της επίθεσης εκείνης σε μεγάλο βαθμό επιτεύχθηκε. Οι Βούλγαροι εντούτοις αντεπιτίθενται, σκοτώνεται ο διοικητής του γαλλικού τάγματος, και, από υπαιτιότητα του αντικαταστάτη του, αναγκάζονται Έλληνες και Γάλλοι να εκκενώσουν το έδαφος που είχαν καταλάβει.

Τις παραπάνω προπαρασκευαστικές επιτυχείς επιθέσεις τις ακολούθησε η επίθεση εναντίον του Ραβινέ τη επιβλέψει του διοικητή του 1ου Συντάγματος της Μεραρχίας Σερρών Αντισυνταγματάρχη Ζαφειρίου (ο οποίος ως Μέραρχος της 1ης θεσσαλικής Μεραρχίας θα είναι ο πρώτος που θα αποβιβαστεί, μετά ακριβώς δυο χρόνια στη Σμύρνη).

Στον τομέα της επίθεσης, η απόσταση της πρώτης γραμμής του Συντάγματος από το Ραβινέ ήταν μεγαλύτερη από 1.200 μέτρα, γι αυτό επιβαλλόταν να προωθηθούν τα προς επίθεση τμήματα πλησιέστερα στο λόφο, και από εκεί να εξορμήσουν για την κατάληψή του. Έπρεπε λοιπόν να οργανώσουν μία «παράλληλο», ένα δηλαδή χαράκωμα παράλληλο προς την εχθρική γραμμή αντίστασης που να είναι και εγγύτερα αυτής. Τη νύχτα επομένως της 22ας προς την 23η Απριλίου ο 4ος λόχος του Συντάγματος (τάγμα Παπακώστα) κατέλαβε τη βόρεια παρυφή του Χατζή Μπαρή Μαχαλά και εγκαθίσταται εκεί η πρώτη ελληνική παράλληλος. Τότε τραυματίστηκε και ο Υπολοχαγός Στράγγας, τη στιγμή που ο Λοχαγός Κεχαγιάς με τους άντρες του συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους. Μετά τρεις μέρες οργανώθηκε και δεύτερη παράλληλος, ακόμη κοντύτερα προς το Ραβινέ, μη απέχουσα από τον οχυρωμένο λόφο περισσότερο από 250 μέτρα.

Δεν απέμενε τώρα παρά να ακολουθήσει η κύρια επιχείρηση κατά του υψώματος, η οποία εγκριθείσα από το Γάλλο Συνταγματάρχη Βινιέ, επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στις 4.35΄ ώρα τα ξημερώματα της 1ης Μαΐου του 1917.

Μια μέρα πριν, σημειώνει στο ημερολόγιό του ο Καρακουλάκης: «Την πρωίαν λαμβάνομεν την διαταγήν ότι η επίθεσις κατά του Ραβινέ θα γίνη αύριον την πρωίαν περί τα ξημερώματα. Περί την 6ην πρωινήν εκκινούμεν μετά του Ταγματάρχου προς αναγνώρισιν επιστρέψαντες περί ώραν 11η. Συγκεντρώσας τον λόχον κοινοποιώ αυτώ την διαταγήν. Καθορίζω τα τμήματα και τας λεπτομερείας της ενεργείας. Διατάσσω τα του εφοδιασμού. Εξημερώνει πρωτομαγιά! Είθε η επιτυχία της επιχειρήσεώς μας να αποτελέση την άνοιξιν για τας δυσκόλους περιόδους της Πατρίδος μας. Είθε το αίμα όπερ θα χύσωμεν να σχηματίση ανεξιτήλους σφραγίδας δικαιωμάτων μας επί του εδάφους αυτού. Θα αποθάνω ίσως. Τούτο όμως θα είναι η μόνη ικανοποίησις ην καθ’ όλην μου την ζωήν εγεύθην»!

Πριν εντούτοις φτάσει η πρωτομαγιά εκείνη, άλλη μια πολεμική προσπάθεια λαμβάνει χώρα στην περιοχή: Στις 28 Απριλίου διατάσσεται επίθεση κατά του λόφου Ντρομαντέρ. Τη διενεργεί τμήμα αποτελούμενο από το λόχο του Υπολοχαγού Χαιρέτη, του 1ου Συντάγματος, και το λόχο του Λοχαγού Παπασταματίου (του τάγματος Παλλίδη) του 2ου Συντάγματος, καθώς και από τον 2ο λόχο του αυτού Συντάγματος. Και ενώ τη γενικότερη διοίκηση την έχει ο Γάλλος Λοχαγός Ματιέ, το βασικό επί του προκειμένου σχέδιο ήταν το ακόλουθο: στις 05.15΄ ο Λόχος Χαιρέτη θα διείσδυε στην εχθρική τοποθεσία μέσω ανοίγματος στα εχθρικά συρματοπλέγματα.

Θα καταλαμβάνονταν συγκεκριμένοι τομείς του Ντρομαντέρ, οι οποίοι εν συνεχεία επρόκειτο να οργανωθούν αμυντικά, ενώ ο λόχος Παπασταματίου και ο 2ος λόχος του 2ου Συντάγματος είχε καθοριστεί να επιτεθούν από τα νότια. Σε εκτέλεση του σχεδίου αυτού, οι άνδρες του Χαιρέτη και Παπασταματίου διαιρούνται σε τέσσερα τμήματα. Σε απόσταση 20 μέτρων βαδίζουν οι εκκαθαριστές χαρακωμάτων, και ακολουθεί 50 μέτρα πιο πίσω μια διμοιρία ενίσχυσης. Τα τμήματα αυτά, μετά από προπαρασκευή πυροβολικού, προελαύνουν, και σε 1/4 της ώρας επιτυγχάνουν την κατάληψη ολόκληρου του Ντρομαντέρ. Πέφτει ωστόσο στο πεδίο της μάχης ο από την Κύμη καταγόμενος Παπασταματίου, ο οποίος συχνά έλεγε : «Όταν φονευθώ δεν έχω τίποτε άλλο ν’ αφήσω στα παιδάκια μου τα φτωχά, ειμή ένα καλό όνομα».

Για τον θάνατο του Παπασταματίου ο Καρακουλάκης σημείωνε τότε: «…Δεν θέλω να το πιστεύσω, διότι δεν είναι δυνατόν ένα τόσον σοβαρό συμβάν να περιήρχετο τόσον αργά εις γνώσιν μας. Σπεύδω εις το τηλέφωνον…. Λαμβάνω δυστυχώς την λυπηράν διαβεβαίωσιν ότι τω όντι ο φίλτατος Κώστας μας πεσών κατά την επίθεσιν της χθες κατά του Ντρομαντέρ, εν ω ηγείτο του δοξασμένου λόχου του, ευρίσκεται νεκρός εις την έδραν της Μεραρχίας, όπου τα χειρουργεία, ίνα εκείθεν… μεταφερθεί εις Θεσσαλονίκην και ταφή εις ένδειξιν τιμής εις το πεδίον του Άρεως. Δυστυχώς, δοξασμένε Κώστα μου, επέπρωτο το όνειρό Σου για το θάνατό Σου, το οποίον εγαλούχησες επί τόσον καιρόν με το αφρόγαλα της δόξης του επαξίου συγγενούς σου, αειμνήστου Ήρωος Βελισσαρίου, του οποίου οι δοξασμένες ηρωικές σελίδες της ιστορίας του, εφιλοδόξησες να γίνουν ο επιτάφιος τύμβος σου, επέπρωτο [λέγω] να πραγματοποιηθή…..». Κατά την επίθεση εναντίον του Ντρομαντέρ έχασαν τη ζωή τους και άλλοι 20 οπλίτες, τραυματίστηκε ένας άλλος αξιωματικός μαζί με 57 οπλίτες, και συνελήφθησαν 26 αιχμάλωτοι (από τους οποίους 4 υπαξιωματικοί). Προήχθη αφετέρου επ’ ανδραγαθία ο Παλλίδης και του απενεμήθη ο πολεμικός σταυρός μετά δάφνης.

 Στη Θεσσαλονίκη ο επικεφαλής των στρατευμάτων της Αντάντ, Γάλλος Στρατηγός Σαρράιγ επισκέπτεται τώρα προσωπικά τον Βενιζέλο και τον συγχαίρει. Ο ίδιος στρατηγός ακολούθως τηλεγραφεί στο Παρίσι, στο Γάλλο Αρχιστράτηγο:

«Οι επιχειρήσεις της προχθές από το ελληνικό σύνταγμα κατά του υψώματος Σεμέν ντε Φερ και εναντίον ενός άλλου παρόμοιου, εναντίον της θέσεως Μπομπαρντέ, εκτελέσθηκαν με τόλμη και ορμή. Οι λοχαγοί Κονδύλης και Παλλίδης προετοίμασαν την επίθεσή τους με προσοχή και εμπειρία, και οδήγησαν τους άνδρες τους επιδεικνύοντας δραστηριότητα καθώς και με κάθε τάξη. Αξιωματικοί και στρατιώτες συναγωνίζονταν μεταξύ τους σε ανδρεία. Η έφοδος πραγματοποιήθηκε χωρίς τη χρήση όπλων, με χειροβομβίδες και διά της λόγχης. Οι Έλληνες δικαίωσαν την πολεμικήν τους αξία. Ζητώ την προαγωγή των Λοχαγών Κονδύλη και Παλλίδη».

Αλλά και ο Γάλλος Συνταγματάρχης Μαρτιφρόν παρατηρούσε: "Οι απώλειες των Ελλήνων ολοκληρωτικά τους τιμούν και αποδεικνύουν την ανδρεία και την ορμή τους".

Με τα πολλά, ξημερώνει και η 1η Μαΐου του 1917, οπότε, προκειμένου να στεφθεί από επιτυχία η τελειωτική φάση της επιχείρησης εναντίον του Ραβινέ, παίρνονται τα εξής μέτρα: Εκτός από τα ατομικά πυρομαχικά, τα σκαπανικά και τους γεόσακκους (έκαστος στρατιώτης θα είχε μαζί του τρεις γεόσακκους), λήφθηκε πρόνοια και για ύπαρξη αποθεμάτων αμυντικού υλικού και ποσοτήτων πυρομαχικών. Όλα αυτά συγκεντρώθηκαν πίσω από την περισσότερο προκεχωρημένη β΄ αμυντική παράλληλο και περιελάμβαναν: 50 συλλογές σκαπανικών εργαλείων, 500 γεόσακκους, 60 κουλούρες συρματόπλεγμα «αριμπά», 400 χειροβομβίδες, 10 κιβώτια φυσιγγίων, φωτοβολίδες φωτιστικές και σηματοδοσίας, υδροβυτία κ.α.

Την επίθεση επωμίζονται οι λόχοι 6ος , 7ος και 8ος του τάγματος Γουλιανού και η διμοιρία πολυβόλων Πρώιμου, και όλοι αυτοί υποστηρίζονται από 4 οπλοπολυβόλα και 4 οπλοβομβοβόλα. Οι άνδρες θα έφεραν στολή εκστρατείας και κράνος, μανδύες και αντίσκηνα χιαστί, προσωπίδες, μιας ημέρας τροφή και πλήρες υδροδοχείο. Δε θα είχαν γυλιό, και κάθε οπλίτης θα ήταν εφοδιασμένος με 200 φυσίγγια και 2 χειροβομβίδες. Στην επιχείρηση συμμετείχε και ο 9ος λόχος του 45ου Γαλλικού Συντάγματος, αποστολή του οποίου ήταν να εκπορθήσει το οχύρωμα που συνέδεε το Ντρομαντέρ με το Ραβινέ, το αποκαλούμενο χαράκωμα της Ελεονώρας, από το όνομα της βασίλισσας της Βουλγαρίας.

Η κατά τις προηγούμενες πάντως μέρες δράση του φίλιου πυροβολικού ήταν τέτοιας έντασης, ώστε όχι μόνο τα συρματοπλέγματα αλλά και τα χαρακώματα του Ραβινέ είχαν εκσκαφεί. Έτσι, αυτά αδυνατούσαν πλέον να προσφέρουν οποιαδήποτε κάλυψη, όχι μόνο στους Βουλγάρους, αλλά και στα τμήματα της επίθεσης, όταν αυτά θα γίνονταν κύρια του λόφου. Τέλος, σύμφωνα με πληροφορίες η φρουρά του συνόλου των χαρακωμάτων του Ραβινέ δεν ξεπερνούσε τον ένα ή δύο λόχους.

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, οι ελληνικοί λόχοι συγκεντρώθηκαν αθόρυβα, στις 2:30΄ το πρωί της 1ης Μαΐου 1917, στις θέσεις εξόρμησής τους. Στις 4.30, και ενώ ο συννεφιασμένος ουρανός και η πλήρης άπνοια προμήνυαν βροχή, το γαλλικό πυροβολικό άρχισε να βάλλει εναντίον του Ραβινέ, και πέντε λεπτά αργότερα τα τμήματά μας ανέβαιναν το λόφο. Η άφιξή τους στην κορυφή του συντελέστηκε στα επόμενα πέντε λεπτά, και, καθώς το φίλιο πυροβολικό επιμήκυνε ήδη τη βολή του, ακολούθησε πολεμικός αγώνας επί του οχυρού. Οι επιτιθέμενοι συνδυάζουν την ορμητικότητά τους με την αριθμητική τους υπεροχή, και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα γίνονται κύριοι της θέσης. Από τη φρουρά του Ραβινέ συλλαμβάνονται 55 Βούλγαροι αιχμάλωτοι και 5 Γερμανοί.

 

Ακολουθεί η προσπάθεια για τη διατήρηση του ελληνικού ελέγχου επί του Ραβινέ, προσπάθεια που περιλαμβάνει πολλές και συγκλονιστικές φάσεις. Ήδη, βουλγαρικά βαριά και πεδινά πυροβόλα, τόσο από τα ανατολικά, από την πλευρά του Αξιού, όσο και βορειοανατολικά, από την περιοχή της Γευγελής επιδίδονται σε πυκνή βολή φραγμού, η οποία αφενός μεν είχε αρκετό βάθος, αφετέρου δε λάμβανε χώρα συγχρόνως με τη βολή φραγμού και του γαλλικού επίσης πυροβολικού.

Διά του τρόπου αυτού, ολόκληρο το Ραβινέ καλύπτεται τώρα από πυκνό καπνό, που μόλις και μετά βίας, κατά τις 5 το πρωί, επέτρεπε στους Έλληνες να διακρίνουν το τριγωνομετρικό σημείο το ενδεικτικό της κατάληψης του υψώματος. Βουλγαρικός ωστόσο βομβαρδισμός κατά της κορυφής του οχυρού δεν θα πραγματοποιηθεί παρά στις 6 το πρωί, γιατί κατά τα φαινόμενα το εχθρικό πυροβολικό μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί ότι η κατάληψη της κορυφής του λόφου είχε ήδη συντελεστεί.

Οι ελληνικοί λόχοι επομένως είχαν στη διάθεσή τους ένα χρονικό διάστημα μιας ώρας προκειμένου να αναστρέψουν και να επισκευάσουν τα πρώην βουλγαρικά οχυρώματα αλλά και για να διανοίξουν ατομικά ορύγματα, ώστε να προστατευτούν οι ίδιοι από την αναμενόμενη επί του οχυρού δράση του εχθρικού πυροβολικού. Και όντως, κατά την προαναφερθείσα ώρα επιδόθηκε ο εχθρός σε βολή πυροβολικού με στόχο το ίδιο τώρα το Ραβινέ, οπότε και αρχίζει ουσιαστικά ο μεγάλος εφιάλτης των ελληνικών τμημάτων. Γιατί, στη συνέχεια το γερμανοβουλγαρικό πυροβολικό τριών συνολικά τομέων συγκέντρωσε τα πυρά του επάνω στο συγκεκριμένο ύψωμα, με αποτέλεσμα ο επιφάνειας λίγων δεκάδων τετραγωνικών μέτρων λόφος να δεχθεί χιλιάδες οβίδες!

Παρόλα αυτά οι δικοί μας παραμένουν ακλόνητοι. Οι εχθρικές οβίδες κονιορτοποιούν, σε βάθος τριών μέτρων, το έδαφος του λόφου, ώστε είναι αδύνατο πλέον να κατασκευαστούν σ’ αυτό ή να διατηρηθούν χαρακώματα. Ο ένας μετά τον άλλον πέφτουν και οι υπερασπιστές του υψώματος, Εναντίον του εχθρικού πυροβολικού βέβαια ζητήθηκε η βοήθεια του φίλιου βαρέως, το οποίο πράγματι επέβαλλε σιγή, πλην όμως πρόσκαιρη, στα εχθρικά πυροβολεία.

Και ενώ ο εχθρός πραγματοποιούσε συγχρόνως και βολή φραγμού, Βούλγαροι πεζοί πλησίαζαν το Ραβινέ επιχειρώντας αντεπίθεση, την οποία ματαίωναν τα πυρά του πυροβολικού μας, των πολυβόλων και των ελαφρών όπλων πεζικού. Εν τω μεταξύ ο εν εφεδρεία 6ος ελληνικός λόχος, με πρωτοβουλία του διοικητή του, και χωρίς διαταγή προϊστάμενης αρχής, εγκατέλειψε τη θέση του και ανέβηκε και αυτός στο Ραβινέ για ενίσχυση του εκεί αγώνα. Στις 10.30΄ το πρωί ο Λοχαγός Γουλιανός από το Ραβινέ ζητά αντικατάσταση του τάγματός του, μια και τα 3/4 των αξιωματικών και των οπλιτών του είχε τεθεί εκτός μάχης. Τα χαρακώματα του λόφου είναι γεμάτα νεκρούς και τραυματίες, και οι δυνάμενοι να πολεμήσουν κρατούν στα χέρια τους άχρηστα πια όπλα, ενώ τους λείπουν και χειροβομβίδες.

Αργότερα, με δεύτερη αναφορά του ο Γουλιανός εξηγούσε: «Το Ραβινέ κατελήφθη και θα κρατηθή μέχρις ότου και ο τελευταίος μας φονευθεί, εν τούτοις έχετε υπ’ όψιν σας ότι οι περισωζόμενοι στρατιώται είναι συντρίμματα ηθικώς, δι’ ο και νομίζομεν ότι δέον να αποσταλώσιν νέοι στρατιώται μετ’ αναλόγων στελεχών, των υπαρχόντων αραιωθέντων κατά πολύ, λόγω των απωλειών. Έχομεν ανάγκην εργαλείων σκοπευτικών, Τολ, φυσιγγίων, χειροβομβίδων, και οπλοβομβίδων, επίσης αρκετών πυραύλων [φωτοβολίδων] λευκών. Επίσης έχομεν ανάγκην ύδατος. Τα έτοιμα ήδη αριμπά δέον, άμα τη νυκτί, να μεταφερθώσιν ενταύθα. Επίσης αι κρύπται και τα ορύγματα συγκοινωνίας είναι πλήρη τραυματιών παρακαλώ φροντίσατε διά την ταχυτέραν διαμετακόμισίν των. Αδύνατος η εξακρίβωσις των απωλειών μας. Επί του λόφου Ντουρμπό παρατηρούνται συγκεντρώσεις εχθρικαί, ενοχλούσαι μάλιστα δι’ απωλειών τα έναντί των εκτεθειμένα τμήματά μας. Νομίζομεν ότι είναι δυνατόν να γίνη βολή πυρ/κου κατ’ αυτών. Απόλυτος ανάγκη συνδεθώμεν τηλεγραφικώς μέχρι εσπέρας. Γουλιανός».

Τηλεφωνική εξάλλου επαφή ήταν αδύνατο να υπάρξει με τον λόφο. Μόλις απλωνόταν το καλώδιο, κοβόταν αμέσως από τις εκρήξεις των οβίδων. Οι επί του υψώματος ελληνικές δυνάμεις μόνο με φωτοβολίδες ή άλλα ορατά σήματα ήταν δυνατό να συνεννοηθούν με τα προϊστάμενά τους κλιμάκια. Θα χρησιμοποιηθούν, για παράδειγμα, δύο επιμήκη λευκά σήματα σε σταυροειδή σχηματισμό, διαρκώς προβαλλόμενα, προκειμένου οι υπερασπιστές του Ραβινέ να ζητήσουν γενικό φραγμό πυροβολικού.

Μια ώρα όμως αργότερα, οι Γάλλοι πυροβολητές ανακοινώνουν στον Αντισυνταγματάρχη Ζαφειρίου ότι τα πυρομαχικά τους σε λίγο θα εξαντλούνταν, και γι' αυτό στο εξής θα έβαλλαν μόνο κατά διαλείμματα, τη στιγμή που το βουλγαρικό πυροβολικό δρούσε ακατάπαυστα. Στις 2 η ώρα το μεσημέρι, το βουλγαρικό πεζικό επιχειρεί σοβαρή αντεπίθεση, την οποία καλείται να αντιμετωπίσει ο επικεφαλής του 8ου ελληνικού λόφου Καρακουλάκης με τους ελάχιστους άντρες του.

 Οι αντεπιτιθέμενοι εν τω μεταξύ Βούλγαροι είχαν κατορθώσει να διεισδύσουν στα βόρεια χαρακώματα του Ραβινέ, όπου μόνα τους τα πυρά του ελληνικού πεζικού δεν ήταν σε θέση να ανακόψουν την εχθρική προέλαση, μια και η σκόνη είχε αχρηστεύσει τα περισσότερα από τα όπλα των υπερασπιστών του λόφου. Η λόγχη επομένως είχε απομείνει ως το μόνο αποτελεσματικό όπλο στα χέρια του Υπολοχαγού Καρακουλάκη, ο οποίος δι’ αυτής εξορμά με τους λίγους άνδρες του κραυγάζοντας: "Εμπρός παιδιά για την πατρίδα!"

Δεν προφταίνει όμως να προχωρήσει λίγα βήματα, και το κορμί του κυριολεκτικά διαμελίζεται από εγγύτατα διαρραγείσα οβίδα βαρέως εχθρικού πυροβόλου. Έκτοτε, οι γαλλικοί στρατιωτικοί χάρτες τη χαράδρα εκείνη στην οποία δεσπόζει το Ραβινέ, και την οποία πότισε με το αίμα του ο Καρακουλάκης, θα την αποκαλούν Ravin de Karakoulakis. Κατά τον ίδιο τρόπο έπεσε εκεί και ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Πρωτοψάλτης, ο οποίος συχνά έλεγε: "Δεν θέλω να γυρίσω στην Αθήνα, που ο κομματισμός την έχει μολύνει εις αφάνταστον βαθμόν".

Ο πλησίον ευρισκόμενος Ανθυπολοχαγός Φλούλης τίθεται τώρα επικεφαλής της ελληνικής αντεπίθεσης, και οι δικοί μας, τραυματίες και μη, με την πολεμική ιαχή "αέρα" ρίχνονται στον εχθρό. Και όταν η ορμητικότητα και οι ιαχές τους θα επιτύχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, και οι Βούλγαροι θα τραπούν σε φυγή, ένας άλλος αξιωματικός, ο Ανθυπολοχαγός Τσοκανάκης, προελαύνοντας, κατά τη καταδίωξη του εχθρού, υπερβολικά βορειότερα, θα βρεθεί μετά δυο μέρες νεκρός.

Η εκατέρωθεν πάντως μονομαχία του πυροβολικού συνεχιζόταν αδιαλείπτως. Ο εχθρός επιχειρούσε να ματαιώσει κάθε προσπάθεια από μέρους των Ελλήνων να επεκτείνουν την επιτυχία τους, ενώ συγχρόνως πραγματοποιούσε και έναν αδιαπέραστο φραγμό πυροβολικού στις νότιες πλαγιές του Ραβινέ προκειμένου να εμποδιστεί κάθε εκείθεν προς το ύψωμα βοήθεια. Και όλα αυτά συνέβαιναν τη στιγμή που τα επί του λόφου ελληνικά τμήματα υπέμεναν καρτερικότατα και τη δράση του εχθρικού πυροβολικού που είχε στόχο του τον ίδιο το λόφο. Υπό τις συνθήκες αυτές, τραυματίζεται βαρύτατα και ο Λοχαγός Γρηγόρης Γουλιανός, του οποίου ως εκ θαύματος πραγματοποιείται η μετακομιδή.

 Είναι η στιγμή που ο Γάλλος Στρατηγός Ζενέν τηλεγραφεί δακρυσμένος στη Θεσσαλονίκη: «Είδα από ένα ολόκληρο ελληνικό τάγμα να μένουν πενήντα άνδρες όρθιοι. Τα τρία τέταρτα των αξιωματικών είναι εκτός μάχης». Αλλά και ο επιτελής της Μεραρχίας Συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μαζαράκης, ανέφερε: «Η σημερινή μάχη προς κατάληψιν του Ραβινέ ήτο αληθώς επική, άπαντες οι στρατιώται των τριών συμμετασχόντων λόχων του 1ου Συν/τός μας, σχεδόν ετραυματίσθησαν ή φονεύθησαν, ο ηγήτωρ λοχαγός Γουλιανός Γρηγόριος ετραυματίσθη θανασίμως, δι ο και επρότεινα εις τον Μέραρχον να τον προτείνη προς προαγωγήν προ του θανάτου του ίσως, άτε επιδειξαμένου θρυλικήν γεννναιότητα και ικανότητα. Λόγω των μεγάλων απωλειών παρουσιάσθησαν πολλά κενά και προς τούτο παρακαλώ, όπως ενεργήσητε αποστολήν ενισχύσεων προς συμπλήρωσιν τωνμονάδων μας».

Ο εν Θεσσαλονίκη επίσης Γάλλος Αρχιστράτηγος Σαρράιγ στην υπ’ αριθ.31 ημερήσια διαταγή του της 5ης/18ης Μαΐου1917 τόνιζε: «Ο Λοχαγός Γ. Γουλιανός... οδήγησε 3 λόχους του τάγματός του εναντίον ισχυρού εχθρικού έργου, το οποίον κατέλαβε παρά το σφοδρό πυρ, ύστερα από λυσσώδη μάχη εκ του συστάδην. Διατήρησε τη θέση του χωρίς καμιά φυσική του προφύλαξη, υπό βομβαρδισμό ανήκουστης σφοδρότητας, μολονότι έφερε 6 τραύματα, από τα οποία το ένα πολύ σοβαρό. Και όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο εκστρατείας δεν έπαυσε να ενδιαφέρεται για την έκβαση της μάχης και εκδήλωσε ζωηρή χαρά, όταν έμαθε την οριστική επιτυχία της. Υπό τις συνθήκες αυτές επέδειξε συμπεριφορά αληθινού ήρωα. Γνωστοποιώντας σας την ηρωική στάση του λοχαγού Γουλιανού, προτρέπω όλους τους αξιωματικούς να μιμηθούν το αξιομίμητο παράδειγμά του».

Τον τραυματισμένο Γουλιανό - και αποκαλούμενο «αμίλητο παλλικάρι» λόγω της σεμνότητάς του - θα τον επισκεφθεί και ο ίδιος ο Βενιζέλος στο νοσοκομείο. Και εκεί ο κρητικός πολιτικός θα του σφίξει με τα δυο του χέρια την παλάμη λέγοντάς του γεμάτος συγκίνηση: «Σ΄ ευχαριστώ… Σ’ ευχαριστώ, διότι μου έδωσες επιχειρήματα δια να μπορέσω να υψώσω φωνήν διά τα δίκαια της Ελλάδος μας…».

Για να ξαναγυρίσουμε όμως στο Ραβινέ, μετά τον τραυματισμό του Γουλιανού, αναλαμβάνει τη διοίκηση των εκεί τμημάτων μας - οι άνδρες των οποίων δεν ξεπερνούσαν τους 50- ο Υπολοχαγός Ζησιμόπουλος, ενώ από τους υπόλοιπους αξιωματικούς είχαν απομείνει οι Ανθυπολοχαγοί Φλούλης, Κασαπάκης και ο Ανθυπασπιστής Γκέκας. Εκτός από τους ήδη προαναφερθέντας νεκρούς αξιωματικούς, στο Ραβινέ πρόσφεραν για την πατρίδα τη ζωή τους ο Υπολοχαγός Κοντοπόδης Ν., διοικητής του 7ου λόχου και ο Ανθυπολοχαγός Ζούμπερης Ι. Επίσης πλην του Γουλιανού, τραυματίστηκαν οι Ανθυπολοχαγοί Στρατάκης, Πρώιμος, Πέτας, Σακκόραφος, Ρηγόπουλος, Τριανταφυλλίδης, Φαλτσής και Σταυρίδης. Οπλίτες φονεύθηκαν 51 και τραυματίστηκαν 225.

Κατά τα άλλα, η δίχως ελπίδα επιτυχίας ελληνική άμυνα συνεχίζεται, αν και οι επιζώντες πάνω στον κονιορτοποιημένο λόφο είναι ελάχιστοι. Αυτός είναι και ο λόγος που από τα παρατηρητήρια των προϊσταμένων διοικήσεων το Ραβινέ φαίνεται τώρα έρημο, αφού κανένα ίχνος ζωής δεν διακρινόταν πάνω του. Τέλος, στις τέσσερις το απόγευμα τα ελάχιστα υπολείμματα των υπερασπιστών του υψώματος εκκενώνουν τις θέσεις τους, επειδή κατ’ ουσία δε συνιστούσαν σοβαρή δύναμη η οποία θα μπορούσε να αντιτάξει οποιαδήποτε αποτελεσματική αντίσταση.

Έτσι αιτιολογείται και η παρακάτω αναφορά του Επιτελάρχη της Μεραρχίας Κ. Μαζαράκη: "Λόγω των μεγίστων απωλειών μας και των μη υπαρχουσών ενισχύσεων διετάχθη υπό της Γαλλικής Ταξιαρχίας η εγκατάλειψις του υψώματος τούτου, όπερ ήδη δεν κατέχουσι ούτε οι Βούλγαροι…». Ήσαν εξάλλου τόσο λίγοι οι αποχωρούντες από το Ραβινέ, ώστε δεν έγινε αντιληπτή ούτε από τους Βουλγάρους η απόσυρσή τους.

Για την ίδια εκείνη μάχη, πληροφορούσε ομοίως ο υπουργός Πολίτης τον πρέσβη μας Ρωμάνο: «Την 4 & 1/4 της χθες, τρεις ελληνικοί λόχοι ενήργησαν νέαν επίθεσιν εν συνεχεία των προηγουμένων. Τα βουλγαρικά χαρακώματα κατελήφθησαν ραγδαίως. Οι υπερασπισταί των ανετράπησαν διά της λόγχης ή συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Αλλ' αι κατακτηθείσαι θέσεις υπέστησαν ανηκούστου βιαιότητος βομβαρδισμόν. Καθ’ όλην την ημέραν, οι επιζώντες εκ των ημετέρων υπέμειναν θύελλαν βαρέος πυροβολικού. Ο διοικητής Γουλιανός ετραυματίσθη σοβαρώτατα. Τότε ηναγκάσθησαν να εκκενώσουν τας θέσεις, αι οποίαι κατελήφθησαν μετ’ ολίγον οριστικώς υπό ενός γαλλικού και ενός ελληνικού λόχου. Ο διευθύνων την επιχείρησιν συνταγματάρχης Μαρτιφρόν τονίζει ότι αι απώλειαι των Ελλήνων είναι φοβεραί. Εκ των στρατιωτών εκατόν εφονεύθησαν και όλοι σχεδόν ετραυματίσθησαν. Επί δεκαπέντε αξιωματικών, οι δέκα τέσσαρες ετέθησαν εκτός μάχης…».

Όπως λοιπόν μαρτυρεί παραπάνω ο Πολίτης, όντως διατάχθηκε εν συνεχεία ο 2ος Λόχος του τάγματος Παπακώστα να προβεί στην ανακατάληψη του Ραβινέ. Επικεφαλής της προσπάθειας τέθηκε ο Υπολοχαγός Β. Δερτιλής, και για την επίτευξη του ίδιου σκοπού δραστηριοποιήθηκε τόσο ο λόχος Κ. Χαιρέτη όσο και μια διμοιρία υπό τον ανθυπασπιστή Γκέκα. Στις άμεσες διαταγές του Δερτιλή υπάχθηκε και ο 12ος Λόχος του 45ου γαλλικού Συντάγματος, με στόχο η μικτή αυτή ελληνογαλλική δύναμη να επιδιώξει πάση θυσία να ανακτήσει το Ραβινέ και στη συνέχεια να οργανώσει αμυντικά - και όσο το δυνατό αποτελεσματικότερα - το κονιορτοποιημένο ύψωμα.

Πράγματι, το Ραβινέ ανακαταλήφθηκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, την ίδια ώρα που και οι Βούλγαροι επίσης επιχειρούσαν να επαναπροσεγγίσουν το ύψωμα και να το επαναθέσουν υπό την κατοχή τους. Οι συνεχιστές εν τούτοις του ηρωισμού του Γουλιανού κρατούν σε απόσταση τον εχθρό, οργανώνουν αμυντικά το ύψωμα με γαιόσακκους και σταθεροποιούν την παρουσία τους σ’ αυτό. Και όλα αυτά, τη στιγμή που ακολουθούν τρεις βουλγαρικές επιθέσεις, τις οποίες όμως συντρίβει η γρανιτώδης άμυνα του Δερτιλή.

Οι απώλειες μας είναι μεγάλες, αλλά οι στρατιώτες μας ανεπηρέαστοι απ’ αυτές συνέχιζαν με σθένος τη τρομερή γιγαντομαχία. Τέσσερις μέρες διαρκεί η επική πάλη των ανδρείων του Δερτιλή, για να εισπραχθεί τελικά η αναγνώριση του ελληνικού σθένους από την εχθρική πλευρά: Η γαλλόφωνη εφημερίδα της Σόφιας Ηχώ της Βουλγαρίας θα ομολογήσει - υπό καθεστώς πολεμικής λογοκρισίας – σχετικά με το Ραβινέ: «Υπήρξε απερίγραπτη η λύσσα με την οποίαν επολέμησαν οι βενιζελικοί Έλληνες»!

Παράλληλα, και συγχρόνως με τους μαχόμενους στο Ραβινέ, ειδικά συνεργεία είχαν αποστολή να ενταφιάζουν τους νεκρούς ήρωές μας. Αλλά τα πτώματα και πάλι τα ξέθαβε ο αδιάκοπος βομβαρδισμός των Γερμανοβουλγάρων. Τέλος, αποφασίστηκε οι νεκροί να ψεκάζονται και να μεταφέρονται στο νεκροταφείο του σημερινού χωριού Χαμηλό. Εκεί ενταφιάστηκε και ό,τι είχε απομείνει από τον Καρακουλάκη: το ένα του χέρι με την μεταλλική του ταυτότητα. Και πάνω στο μνήμα του χαράχθηκε η αγαπημένη του φράση, που πριν από το θάνατό του, διαρκώς την επαναλάμβανε: «Είπατε εις τον Ταγματάρχην μου ότι ενηγκαλίσθην τον θάνατον μειδιών»!

Και στο Χαμηλό, παρά ταύτα, οι νεκροί δεν εύρισκαν ησυχία. Ο εχθρός επέκτεινε μέχρι εκεί τη βολή του πυροβολικού του, με αποτέλεσμα να ανασκαφεί σε λίγο και η περιοχή του εν λόγω χωριού. Έτσι, υπό τον καταιγισμό αυτό του εχθρικού πυροβολικού, δυσχεραινόταν η εργασία των ενταφιασμών, η οποία έτσι κι αλλιώς αποτελούσε μακάβρια υπόθεση. Μια δωδεκάδα μάλιστα στρατιώτες αρνήθηκαν να προβούν στη μεταφορά και ταφή των εν αποσυνθέσει πτωμάτων, με συνέπεια να περάσουν στρατοδικείο και να καταδικασθούν σε θάνατο (!).

Δεκαετίες πέρασαν από τη μέρα της Γιγαντομαχίας του Ραβινέ και των συναφών μαχών. Το Σεμέν Ντε Φερ αποκαλείται έκτοτε λόφος Δογάνη, και ένα επίσης χωριό στα νοτιοδυτικά του λόφου φέρει (όπως είδαμε) το όνομα του ήρωα Ανθυπολοχαγού. Ο Γουλιανός με το βαθμό εν συνεχεία του Αντισυνταγματάρχη και διοικώντας, κατά την εκστρατεία της Ανατολικής Θράκης, το 28ο Σύνταγμα συνέλαβε τον αρχηγό των Τούρκων Τζαφέρ Ταγιάρ.

Θα ακολουθήσει η μικρασιατική καταστροφή και η άφιξη των προσφύγων στον ελληνικό μητρικό κορμό. Οι νέοι κάτοικοι των χωριών νότια του Ραβινέ για πολλά χρόνια θα προσπορίζονται τα προς το ζην συλλέγοντας τόνους από τον χαλκό, το μολύβι και το σίδερο που εκατέρωθεν σπάρθηκε κατά τη μέρα της μάχης. Το πριν θανατηφόρο υλικό μετατρεπόταν τώρα σε ανέλπιστο μέσο επιβίωσης. Οι ίδιοι αυτοί κάτοικοι μάς περιήγαγαν στο χώρο της μάχης και μας αφηγούνταν, για ώρες, το έπος της, την ώρα που βορειότερα τα συνοριακά μας φυλάκια έχασκαν άδεια, και μακρύτερα οι πολυκατοικίες της Γευγελής πρόβαλλαν αμέτοχες και ψυχρές.

Σε μας απομένει να επαναλάβουμε την υπόσχεση του Γουλιανού: «Το Ραβινέ κατελήφθη και θα κρατηθή…», ενώ επίκαιρη, όσο ποτέ, είναι και η ευχή του Καρακουλάκη: "Είθε το αίμα όπερ θα χύσωμεν να σχηματίση ανεξιτήλους σφραγίδας δικαιωμάτων μας επί του εδάφους αυτού»!

 

 

 

Αρχική σελίδα 

Μετάβαση αρχή άρθρου

άρθρα